κονβερτίνη

κονβερτίνη
η
(βιοχ.) ολιγοδυναμική ουσία που περιέχεται στο αίμα και παράγει την ενεργό θρομβοκινάση τού αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. convertin (< αγγλ. convert < μσν. αγγλ. converten < αρχ. γαλλ. convertir < μσν. λατ. convertere < λατ. convertere «στρέφω») + κατάλ. -in].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”